μετρίας

μετρίας
μετρίᾱς , μέτριος
within measure
fem acc pl
μετρίᾱς , μέτριος
within measure
fem gen sg (attic doric aeolic)
μετρίᾱς , μετριάω
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • ακροχάλιξ — ἀκροχάλιξ ( ικος), ο, η (AM) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση μέτριας μέθης, ελαφρά μεθυσμένος, ο ακροθώραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ουσ. χάλις «άκρατος οίνος» το ληκτικό ξ πιθ. να οφείλεται σε επίδραση τών συνώνυμων λ. ἀκροθώραξ, οἰνόφλυξ] …   Dictionary of Greek

  • αράδα — η (Μ ἀράδα) 1. σειρά, γραμμή 2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου νεοελλ. φρ. 1. «της αράδας» μέτριας αξίας, κοινός 2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» της ίδιας κοινωνικής θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» …   Dictionary of Greek

  • λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… …   Dictionary of Greek

  • μέτζο — το (Μ μέτζο) μισό νεοελλ. 1. φρ. α) «μέτζο μέτζο» έτσι κι έτσι β) «μέτζο τράγειο, μέτζο πρόβειο» λέγεται για πράγματα μέτριας ποιότητας γ) «μέτζο πιάνο» μουσ. μισοσιγά, μια βαθμίδα πάνω από το σιγά δ) «μέτζο φόρτε» μισοδυνατά, μια βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • παράτυφος — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που προκαλείται από μερικές σαλμονέλες. Οι πιο σημαντικές παρατυφικές λοιμώξεις οφείλονται στη σαλμονέλα του π. Α και Β. Η κλινική εικόνα του π. Α μοιάζει με εκείνη του τυφοειδούς πυρετού μέτριας βαρύτητας· συχνά… …   Dictionary of Greek

  • πατσουλί — (patchouli). Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, που παράγει αρωματικό λάδι. Το π. συγγενεύει με τη μέντα και είναι ιθαγενές των τροπικών περιοχών της Ασίας και της Ωκεανίας. Το αιθέριο έλαιό του έχει δυνατή οσμή και παράγεται με απόσταξη των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”